- χλοάζει
- χλοάζωto be bright greenpres ind mp 2nd sgχλοάζωto be bright greenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλοάζω — ΝΜΑ, και χλοάω Α [χλόη] είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω μσν. αρχ. 1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.) 2. μέσ. χλοάζομαι τρώω χλωρά χόρτα … Dictionary of Greek
χλοερός — ή, ό αυτός που χλοάζει, καταπράσινος: Τα ζώα βόσκουν σε χλοερά λιβάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)